ἀδιέξοδος — that cannot be gone through masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιέξοδος — η, ο (Α ἀδιέξοδος, ον) [διέξοδος] (για τόπους) 1. αυτός που δεν έχει διέξοδο ή που δεν μπορεί κανείς να διεξέλθει 2. αυτός μέσα από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περάσει, αδιάβατος, απέραστος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδιέξοδο α) αδιέξοδος… … Dictionary of Greek
ἀδιέξοδον — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem acc sg ἀδιέξοδος that cannot be gone through neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξόδοις — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξόδου — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξόδους — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιεξόδων — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιέξοδα — ἀδιέξοδος that cannot be gone through neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιέξοδοι — ἀδιέξοδος that cannot be gone through masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιέκβατος — η, ο (Μ ἀδιέκβατος, ον) [διεκβαίνω] 1. αυτός που δεν έχει διέκβαση, διέξοδο, αδιέξοδος 2. αυτός από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς … Dictionary of Greek